τορνευτολυρασπιδοπηγός

τορνευτολυρασπιδοπηγός
ὁ, Α
(κωμ. λ.) (στον Αριστοφ.) αυτός που τορνεύει λύρες και κατασκευάζει ασπίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τορνευτής + λύρα + ἀσπίς, -ίδος + -πηγός (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ναυ-πηγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τορνευτολυρασπιδοπηγοί — τορνευτολυρασπιδοπηγός lyre turner and shield maker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”